- εξασθενητικός
- η , ό[ν] ослабляющий, обессоливающий, изнуряющий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξασθενητικός — ή, ό [εξασθένηση] αυτός που προκαλεί εξασθένηση, κατάπτωση, εξάντληση («εξασθενητική δίαιτα») … Dictionary of Greek
εξασθενητικός — ή, ό επίρρ. ά που προκαλεί εξασθένηση (εξάντληση, κατάπτωση), εξαντλητικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αεργός — Αυτός που δεν εργάζεται, συνήθως από τεμπελιά, o οκνηρός. Αυτός που δεν μπορεί να παράγει έργο. ά. ή αβατικό ρεύμα.Εναλλασσόμενο ηλεκτρικό ρεύμα που δεν μπορεί να παράγει έργο. Το ά. ρεύμα είναι η μία από τις δύο κάθετες συνιστώσες στις οποίες… … Dictionary of Greek